αιρετίς

αιρετίς
αἱρετὶς και αἱρέτις (-ιδος), η (Α)
αυτή που εκλέγει, που διαλέγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τού αἱρετὴς < αἱροῦμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αἱρετίς — one who chooses fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”